Καστιλιάνος

Καστιλιάνος
ο, θηλ. -α, και Καστιλιανός, ο, θηλ. -ή
ο κάτοικος τής Καστίλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καστιλιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καστίλη 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.). Καστιλιανός, ή ο και η κάτοικος τής Καστίλης …   Dictionary of Greek

  • Καστίλη — (Castilla). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (174.230 τ. χλμ.) της κεντρικής Ισπανίας. Τα σύνορά της συμπίπτουν με τα σύνορα των αυτόνομων περιφερειών Κ. Λα Μάντσα με πρωτεύουσα το Τολέδο, Κ. Λεόν με πρωτεύουσα το Βαγιαδολίδ και Λα Ριόχα με πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

  • Λεόν — I (Léon). Πόλη (130.916 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (15.580 τ. χλμ., 488.751 κάτ.), στην αυτόνομη περιοχή Καστίλη Λεόν (βλ. λ.). Η πόλη, που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Μπερνέσγκα και Τόρβο, αποτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”